- ἐνυποδύομαι
- ἐνυπο-δύομαι,A slip into,
λόγοις S.E.M.2.49
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λόγοις S.E.M.2.49
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενυποδύομαι — ἐνυποδύομαι (Α) υπεισέρχομαι σε κάτι, γλιστρώ κάπου … Dictionary of Greek